νημάτιο — το 1. λεπτό νήμα, λεπτή κλωστή 2. ανατ. νηματοειδής απόληξη μερικών οργάνων ή κυτταρωδών στοιχείων τού σώματος («οσφρητικά νημάτια») 3. φρ. «τελικό νημάτιο» ανατ. νηματοειδής απόληξη τού τελικού κώνου τού νωτιαίου μυελού η οποία έχει μήκος 20… … Dictionary of Greek
μήρυμα — το (Α μήρυμα και μήρυσμα και μήρυγμα) [μηρύομαι] νεοελλ. 1. (γενικά) το τύλιγμα καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο εμπόριο 2. ναυτ. σπείρωμα καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές αρχ. 1. καθετί το… … Dictionary of Greek
νημάτινος — η, ο [νήμα] 1. αυτός που μοιάζει με νήμα, νηματοειδής («νημάτινος ιστός τής αράχνης») 2. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που μπορεί να χωριστεί σε νήματα, νηματώδης … Dictionary of Greek
ουλοτριχώδη — (ulotrichales). Στην τάξη αυτή ανήκουν διάφορα χλωροφύκη νηματοειδή, διακλαδισμένα ή χωρίς διακλάδωση. Ευδοκιμούν στη θάλασσα ή στο γλυκό νερό. Πολλά είδη ζουν στους βράχους ή στους κορμούς των δέντρων. Ο αγενής πολλαπλασιασμός τους γίνεται με… … Dictionary of Greek
παράφυση — η / παράφυσις, ύσεως, ἡ Α [παραφύω] νεοελλ. 1. βοτ. μονοκύτταρη στείρα νηματοειδής απόφυση πού βρίσκεται στο μυκήλιο μερικών βρυοφύτων και φυκών, καθώς και μεταξύ τών βασιδίων ή τών ασκών τών ανώτερων μυκήτων 2. (συγκρ. ανατ.) πρόσθιο εκκόλπωμα… … Dictionary of Greek
πηνοειδής — ές, Α όμοιος με νήμα, με κλωστή, νηματοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πήνη «νήμα» + ειδής*] … Dictionary of Greek
τελικός — ή, ό / τελικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τέλος, τελευταίος 2. (στους Στωικούς) αυτός που σχετίζεται με το τέλος, δηλαδή το ύψιστο αγαθό, ή αυτός που το εμπεριέχει («ἀγαθὰ τελικά», Στωικ.) 3. γραμμ. αυτός που ανήκει… … Dictionary of Greek
τρίχα — (I) Α επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ* (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ. β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό… … Dictionary of Greek
τριχόγυνο — το, Ν βοτ. νηματοειδής μονοκυτταρική ή πολυκυτταρική δομή που προεκτείνεται από το θηλυκό αναπαραγωγικό όργανο σε ορισμένα φύκη, μύκητες και λειχήνες και εξυπηρετεί την προσέλκυση και υποδοχή τού αρσενικού γαμέτη ή πυρήνα πριν από τη γονιμοποίηση … Dictionary of Greek
ανάκαμπτος ή ανακάμψερος — (anacampseros).Γένος ποωδών ή φρυγανωδών φυτών της οικογένειας των πορτουλακιδών, ιθαγενών της νότιας Αφρικής. Είναι ανθεκτικά στην ξηρασία φυτά και ευδοκιμούν σε αμμώδη εδάφη. Έχουν ωοειδή, σαρκώδη φύλλα και τα άνθη τους σχηματίζουν ταξιανθίες.… … Dictionary of Greek